ανοιγοσφάλημα

ανοιγοσφάλημα
κ. -σφάλισμα το
το ανοιγοκλείσιμο («σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματίων αποσώνω και δίχως λύπηση καμμιά πάσ’ άνθρωπο σκοτώνω» Γ. Χορτάτζη, Ερωφίλη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”